- ρυάδα
- η / ῥυάς, -άδος, ὁ, ἡ, το, ΝΜΑτο θηλ. ως ουσ. η ρυάδα και ῥυάςνόσος τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύωννεοελλ.το θηλ. ως ουσ. α) ασθένεια τού τριχωτού τής κεφαλής, τριχόπτωσηβ) ασθένεια τών αμπελιών που προκαλεί πτώση τών ρωγώναρχ.ως επίθ.1. πλαδαρός, σαν να είναι ρευστός («σώματος ῥυάδος γενομένου», Αριστοτ.)2. αυτός που αποβάλλει κάτι, που τού πέφτουν τα φύλλα ή οι τρίχες («ῥυὰς ἄμπελος», Θεόφρ.)3. το θηλ. ως ουσ. ουρητική σύριγγα, καθετήρας4. (το θηλ. ως ουσ. στον πληθ.) αἱ ῥυάδεςκοπάδια ψαριών που τα παρασύρουν τα ρεύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- τού ῥέω* + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαιν-άς, -άδος)].
Dictionary of Greek. 2013.